Βασική αρχή των ψυχολόγων είναι ότι δεν παρεμβαίνουν, αν δεν υπάρχει αίτημα από το άτομο. Επομένως, οι ενδιαφερόμενοι φτάνουν στο γραφείο ενός ψυχολόγου όταν αισθάνονται οι ίδιοι την ανάγκη για βοήθεια και υποστήριξη.
Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται με ένα συγκεκριμένο αίτημα, όπως π.χ. επικείμενος χωρισμός, γονείς με δυσκολίες στη σχέση τους με τα παιδιά τους, πρόσφατη εμπειρία απώλειας. Άλλες φορές κάποιος θα έρθει επειδή «δε νιώθει καλά μία συγκεκριμένη περίοδο χωρίς να ξέρει τι του φταίει» ή δυσκολεύεται με τον ύπνο. Ίσως όμως έρθει κάποιος γιατί θέλει υποστήριξη για να πάρει μια σημαντική απόφαση ή να καθοδηγηθεί από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, ώστε να μάθει περισσότερα για τον εαυτό του.
Συμπερασματικά, υπάρχουν πολλά και διαφορετικά κίνητρα για να επισκεφτεί κάποιος έναν ειδικό. Μια γενική αρχή σχετικά με το πότε φτάνει κανείς να αναζητήσει ψυχολογική υποστήριξη είναι η αίσθηση δυσλειτουργίας στην προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή και ένα επίπεδο δυσαρμονίας και έλλειψης ικανοποίησης με τον εαυτό.
Μία βασική διαφορά ανάμεσα στον ψυχολόγο και στον ψυχίατρο, η οποία μέχρι και σήμερα δεν είναι ξεκάθαρη για πολύ κόσμο είναι το γεγονός πως ο ψυχίατρος είναι γιατρός και έχει γνώσεις και νομικό δικαίωμα στη διάγνωση και συνταγογράφηση. Ο ψυχολόγος είναι πτυχιούχος ψυχολογίας και δεν είναι γιατρός.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιεί ένας ψυχολόγος είναι τα διαγνωστικά τεστ, τα ερωτηματολόγια, η ενσυναίσθηση και τεχνικές προσέγγισης – εφόσον υπάρχει εκπαίδευση στην ψυχοθεραπεία – εστιάζοντας στις σκέψεις, τη συμπεριφορά, τα συναισθήματα και γενικότερα τα επίπεδα ευεξίας του ατόμου. Στον ψυχολόγο μπορεί να απευθυνθεί όποιος αντιμετωπίζει ψυχολογικό πρόβλημα (π.χ. διαταραχές διάθεσης, αγχώδεις διαταραχές), ακόμα και όταν δεν υπάρχει ψυχική διαταραχή ή ψυχοπαθολογία (π.χ. ψύχωση, διπολική διαταραχή).
Όμως ένα άτομο μπορεί να απευθυνθεί ταυτόχρονα σε ψυχίατρο και σε ψυχολόγο, με τους δύο επαγγελματίες να συνεργάζονται στο πλαίσιο του θεραπευτικού σχήματος. Και οι δύο ειδικότητες είναι δυνατό να έχουν επιλέξει να εκπαιδευτούν σε κάποια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση και να συνδυάζουν την ειδικότητα του ψυχοθεραπευτή.
Η επιλογή του ψυχολόγου πρέπει να γίνεται προσεχτικά και με συγκεκριμένα κριτήρια. Υπάρχουν υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια. Για παράδειγμα, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως ο ψυχολόγος που επιλέγουμε έχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Αυτό σημαίνει ότι έχει αποφοιτήσει από ένα αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Σημαντικό είναι ο ψυχολόγος να έχει μια αναγνωρισμένη και πολυετή εκπαίδευση σε κάποια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, όπως και να έχει κάνει ο ίδιος ατομική τουλάχιστον θεραπεία.
Αυτό είναι κρίσιμο κριτήριο καθώς σε αυτή τη διαδικασία το μόνο «εργαλείο» του ψυχολόγου είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Επομένως, είναι πολύ ουσιαστικό να έχει περάσει και ο ίδιος από αυτή την προσωπική διεργασία ώστε να έχει αποκτήσει μεγάλο βαθμό αυτογνωσίας και να μπορεί να κατανοήσει τη θέση των θεραπευομένων του.
Επίσης, μπορούμε να φροντίζουμε ώστε να έχει ίσως κάποια ειδίκευση στο πρόβλημα που μας απασχολεί. Υπάρχουν για παράδειγμα ψυχολόγοι που έχουν ειδικευτεί στις εξαρτήσεις. Συχνά πηγαίνει κάποιος σε έναν ειδικό επειδή του τον έχουν συστήσει με «τα καλύτερα λόγια». Δε σημαίνει, όμως, ότι αυτός που για κάποιον είναι ιδανικός, θα πρέπει να είναι ιδανικός για όλους. Αυτό συμβαίνει διότι στην ψυχοθεραπευτική σχέση είναι πολύ σημαντική και η «χημεία» μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου και αυτό είναι κάτι μοναδικό που το αισθάνεται κανείς από την επαφή με τον ειδικό και τον χώρο του.
Γι’ αυτόν τον λόγο, οι πρώτες συνεδρίες είναι σημαντικές για να κρίνει κανείς αν θέλει και μπορεί να συνεργαστεί με έναν ειδικό.
Δυστυχώς και ευτυχώς στην προσέγγιση που εφαρμόζεται στο ΑΕνιμα αυτό το ερώτημα δεν έχει συγκεκριμένη και προκαθορισμένη απάντηση.
Ο αριθμός των συνεδριών είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, όπως είναι η δέσμευση του θεραπευόμενου, οι αντιστάσεις που μπορεί να έχει στην θεραπεία, το υποστηρικτικό δίκτυο που έχει ή δεν έχει, το αίτημα με το οποίο έρχεται και οι στόχοι του ατόμου από την θεραπεία.
Η έλλειψη συγκεκριμένης απάντησης σε αυτό το ερώτημα είναι πιθανό να δημιουργεί άγχος, έλλειψη εμπιστοσύνης ή φόβο στον θεραπευόμενο που έχει ανάγκη από γρήγορα αποτελέσματα και συγκεκριμένες απαντήσεις, όμως είναι ο μόνος ειλικρινής τρόπος προσέγγισης, ώστε να αντιμετωπίζεται εξατομικευμένα το άτομο και να δίνεται η δυνατότητα να προχωράει στον ρυθμό και στον χρόνο του χωρίς να επιβαρύνεται με πίεση και προσδοκίες.
Η συχνότητα των συνεδριών καθορίζεται ανάλογα με τις ανάγκες, τη διαθεσιμότητα και τη δέσμευση και των δύο πλευρών. Η συχνότητα που προτείνεται κυρίως για την αρχή των συνεδριών στην ψυχοθεραπεία είναι μία φορά την εβδομάδα, ώστε να δημιουργηθούν οι βάσεις μιας σχέσης εμπιστοσύνης. Παρόλα αυτά, η εμπειρία δείχνει πως το πιο βασικό, περισσότερο ίσως και από τη συχνότητα, είναι η δέσμευση από την πλευρά του θεραπευόμενου σε τακτική και σταθερή βάση με την ψυχοθεραπεία.